ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

füstöl σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
füstöl

κάπνισμα◼◼◼

καπνίζω

füstölt

καπνιστός◼◼◼

füstölt hering

καπνιστή ρέγγα

füstölt lazac

καπνιστός σολωμός

Το ιστορικό σας