ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

függ σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
függőség

εθισμός

függőágy

αιώρα◼◼◼

ettől függetlenül

ούτως ή άλλως◼◼◼

εν πάση περιπτώσει

ez attól függ

εξαρτάται

ez tőled függ

αυτό εξαρτάται από σένα

felfüggeszt

αναστέλλω

κρεμώ

felfüggesztés

αναστολή◼◼◼

ανάρτηση◼◼◻

διαθεσιμότητα◼◻◻

αποβολή

εκκρεμότητα

κρέμασμα

hullámfüggvény

κυματοσυνάρτηση

monoton függvény

μονότονη συνάρτηση◼◼◼

ok-okozat összefüggés

σχέση αιτίου-αιτιατού

Szemirámisz függőkertje

Κρεμαστοί κήποι της Βαβυλώνας

szögfüggvény

τριγωνομετρική συνάρτηση

szövegösszefüggés

συμφραζόμενα◼◼◼

πλαίσιο◼◼◻

trigonometrikus függvények

Τριγωνομετρική συνάρτηση

tőled függ

από εσένα εξαρτάται

Vasfüggöny

Σιδηρούν παραπέτασμα

vmitől függően, vmi szerint

ανάλογα με

átviteli függvény

συνάρτηση μεταφοράς◼◼◼

összefüggés

πλαίσιο◼◼◼

σχέση◼◼◼

συνάφεια◼◼◻

συμφωνία◼◼◻

συνέπεια◼◼◻

σύνδεση◼◼◻

θέμα◼◼◻

συσχέτιση◼◻◻

συνοχή◼◻◻

αλληλεξάρτηση◼◻◻

ανταπόκριση◼◻◻

συγκείμενο

συμφραζόμενα

összefüggő

συνεχής◼◼◼

123

Το ιστορικό σας