ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

fás σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
fás

ξυλώδης◼◼◼

δασοσκεπής

δασωμένος

δασόφυτος

fásultság

απάθεια

fásít

δάσος

alifás szénhidrogén

αλειφατικός υδρογονάνθρακας

alifás vegyület

αλειφατική ένωση

gyufásdoboz

σπιρτόκουτο

gyufásskatulya

σπιρτόκουτο

tréfás

αστείος

χιουμοριστικός

Το ιστορικό σας