Vänligen aktivera javascript för att använda ordbok! Hur aktiverar jag javascript?
ξυλώδης▼◼◼◼
δασοσκεπής▼
δασωμένος▼
δασόφυτος▼
απάθεια▼
δάσος▼
αλειφατικός υδρογονάνθρακας▼
αλειφατική ένωση▼
σπιρτόκουτο▼
αστείος▼
χιουμοριστικός▼
↑