ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

fáradt σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
fáradt

κουρασμένος (-η-ο)

fáradt vagyok

είμαι κουρασμένος

fáradtság

κόπωση◼◼◼

κούραση (η)◼◻◻

κόπος

fáradozás, fáradtság

κόπος (ο)

nagyon fáradtnak érzem magam

νιώθω πολύ κούραση

túl fáradt vagyok

είμαι πολύ κουρασμένος / κουρασμένη

Το ιστορικό σας