ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

κόπος σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
κόπος

erőfeszítés

fáradtság

κόπος (ο)

fáradozás, fáradtság

βωλοκόπος

borona

ξυλοκόπος

favágó