ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

eszközök σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
eszközök

ηλεκτρονικός εξοπλισμός◼◼◼

δομικά υλικά◼◻◻

υλικό

υλισμικό

evőeszközök

μαχαιροπήρουνα

tömegtájékoztatási eszközök

μέσα μαζικής επικοινωνίας/ΜΜΕ