ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

esz σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
Eszperantó nyelv

Εσπεράντο

eszpresszó

εσπρέσο

észrevesz

παρατήρηση◼◼◼

αντιλαμβάνομαι

γνωρίζω

παίρνω (πάρω, πήρα) είδηση/χαμπάρι, βλέπω (δω, είδα), (észlel) αντιλαμβάνομαι (αντιληφθώ), καταλαβαίνω (καταλάβω)

παρατηρώ

προσέχω

észrevétel

παρατήρηση◼◼◼

αντίληψη◼◻◻

észszerű

εύλογος◼◼◼

λογικός◼◼◼

ορθολογικός

ρητός

észt

εσθονικά◼◼◼

Εσθονία◼◼◻

εσθονικός◼◻◻

Εσθονός

Εσθονή

Észt Köztársaság

Δημοκρατία της Εσθονίας◼◼◼

esztendő

έτος◼◼◼

χρόνος

észter

εστέρας◼◼◼

Eszter

Εσθήρ

eszterág

λελέκι

πελαργός

esztergapad

τόρνος

Esztétika

Αισθητική

Észtország

Εσθονία◼◼◼

(+ birtokos eset) keresztül

μέσω

(+ tárgyeset) át, keresztül, óta; (+birtokos eset) -on/en/ön, alatt

επί

(+ tárgyeset) beleszeret vkibe

ερωτεύομαι

, hogy készítsen egy étkezés

φρένα

-ért, miatt, - részére, -ra/re, -ba/be, -nak/nek, számára, -ról/ről, felől,(felszólításnál) csak

για

... melyik részéről jössz?

από ποιο μέρος ... ερχέσαι;

... perc múlva ott leszek

θα είμαι εκεί σε ... λεπτά

1-et fizet, a másikat féláron kapja (egyet vesz, a másikat féláron kapja)

αγοράστε ένα, πάρτε το δεύτερο στη μισή τιμή

5-kor nálad leszek

στις 5 θα είμαι στο σπίτι σου,

a beszélgetésünkre hivatkozva szeretném megerősíteni a találkozónkat január 7-e, kedd reggel 9.30-ra.

σε συνέχεια της συζήτησης μας, χαίρομαι να επιβεβαιώσω τη συνάντηση μας στις 9.30 π.μ την τρίτη, 7 ιανουαρίου.

a cél szentesíti az eszközt

ο σκοπός αγιάζει τα μέσα

2345

Το ιστορικό σας