ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

eresz σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
keresztlány

βαφτιστήρα

keresztmetszet

διατομή◼◼◼

keresztnév

όνομα◼◼◼

επώνυμο◼◼◻

επίθετο◼◻◻

μικρό όνομα

πρώτο όνομα

το (βαπτιστικό/μικρό) όνομα

keresztre feszít

σταυρώνω

keresztre feszítés

σταύρωση

Keresztre feszítés

Σταύρωση

keresztrejtvény

σταυρόλεξο (staurolexo, stavrolexo)

το σταυρόλεξο

Keresztrejtvény

Σταυρόλεξο

keresztség

βάπτισμα

βάφτιση

βαφτίσια

Keresztség

Βάπτισμα (Χριστιανισμός)

keresztül

μέσω◼◼◼

keresztút

σταυροδρόμι

keresztvetés

σταυρός

keresztvitorlarúd

αυλή

γιάρδα

προαύλιο

le van eresztve a gumi

μου έχει σκάσει το λάστιχο

leereszkedő

δασκαλίστικος

leereszt

κατεβάζω

χαμηλώνω

leeresztés

αποστράγγιση◼◼◼

még nem érett a cseresznye

δεν έγιναν ακόμα τα κεράσια

megkeresztel

βαφτίζω

merész

γενναίος

τολμηρός

merészel

τολμώ

merészség

τόλμη

műszerész

μηχανικός◼◼◼

μηχανοτεχνίτης

Ortodox kereszténység

Ορθόδοξη Εκκλησία

peresztrojka

περεστρόικα (perestróika)

sor a következő kereszteződés után

κίνηση μετά από αυτή τη διασταύρωση

1234

Το ιστορικό σας