ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

ennivaló σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
ennivaló

τροφή

φαΐ

φαγητό

munka, dolog, tennivaló, munkahely

δουλειά (η)

Το ιστορικό σας