ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

engedmény σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
engedmény

έκπτωση◼◼◼

παραχώρηση◼◼◼

(üzletben) η έκπτωση

engedélyezés/engedmény

αποζημίωση(εις)/βοήθημα/επίδομα/απαλλαγή/έκπτωση

tud valamilyen engedményt adni nekem?

μπορείτε να μου κάνετε έκπτωση;

árengedmény

έκπτωση◼◼◼

η έκπτωση◼◼◻

Το ιστορικό σας