ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

energiaforrás σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
energiaforrás

πηγή ενέργειας◼◼◼

energiaforrás anyaga

πρώτη ύλη για την παραγωγή ενέργειας

megújuló energiaforrás

ανανεώσιμη πηγή ενέργειας◼◼◼

nem-megújuló energiaforrás

μη ανανεώσιμοι ενεργειακοί πόροι

nem-szennyező energiaforrás

μη ρυπαίνουσα (καθαρή) πηγή ενέργειας

Το ιστορικό σας