ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

emelkedő σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
emelkedő

κλίση◼◼◼

τάξη◼◼◻

βαθμίδα◼◼◻

άνοδος◼◻◻

εφαπτομένη◼◻◻

ανηφόρα (η)

η ανηφόρα

πλαγιά

emelkedő tengerszint

ανερχόμενη στάθμη της θάλασσας

kiemelkedő

εμφανής◼◼◼

Το ιστορικό σας