ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

emel σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
személy

υποκείμενο◼◼◻

υπήκοος◼◻◻

θέμα◼◻◻

υποκείμενος◼◻◻

κανένας◼◻◻

κάποιος◼◻◻

υπόσταση◼◻◻

υποβάλλω

személy utas

πεζός επιβάτης

személyazonosság

ταυτότητα◼◼◼

személyes

προσωπικό◼◼◼

προσωπικός◼◻◻

személyfelvonó

ασανσέρ

személygépkocsi

αυτοκίνητο◼◼◼

személyi

προσωπικό◼◼◼

προσωπικός◼◼◻

személyi felelősség

προσωπική (ιδία) ευθύνη

személyi igazolvány

δελτίο ταυτότητας◼◼◼

δελτίο αστυνομικής ταυτότητας◼◻◻

ταυτότητα

ταυτότητα (η)

személyi számítógép

προσωπικός υπολογιστής◼◼◼

személyi titkár

προσωπικός βοηθός / ιδαιτέρα

személyiség

προσωπικότητα◼◼◼

ταυτότητα◼◻◻

személyleírás

περιγραφή◼◼◼

személyszállítás

μεταφορά επιβατών/επιβατικές μεταφορές

személytelen

απρόσωπος

személyvonat

επιβατική αμαξοστοιχία◼◼◼

υπηρεσία στάσης

személyzet

προσωπικό◼◼◼

επανδρώνω

πεντάγραμμο

προσωπικός

személyzeti menedzser

προσωπικός μάνατζερ

szövegkiemelő

μαρκαδόρος

természetes személy

φυσικό πρόσωπο◼◼◼

többemeletes parkolóház

πολυόροφο πάρκινγκ / γκαράζ

üzemelés

λειτουργία◼◼◼

επιχείρηση◼◻◻

2345

Το ιστορικό σας