ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

elvégez σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
elvégez

πλήρης◼◼◼

πλήρες◼◼◼

απόφοιτος◼◼◻

εκτελώ

ολοκληρώνω

elvégezni a házimunkát

να κάνω τα οικιακά

elvégeztem egy kurzust

πήρα ένα μάθημα