ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

elválik σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
elválik

διαζύγιο◼◼◼

(házastárstól) χωρίζω (-σω)(+ tárgyeset/με/από vktől)

Το ιστορικό σας