Ενεργοποιήστε τη Javascript για να χρησιμοποιήσετε το λεξικό! Πώς να ενεργοποιήσω τη Javascript;
διαζύγιο▼◼◼◼
(házastárstól) χωρίζω (-σω)(+ tárgyeset/με/από vktől)▼
↑