ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

eltűr σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
eltűr

(elvisel) αντέχω (-ξω), (tolerál) ανέχομαι (-τώ)

ανέχομαι

υποφέρω

feltűrné az ingujját?

μπορείτε να τυλίξετε πάνω το μανίκι σας

Το ιστορικό σας