ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

eltöröl σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
eltöröl

(megszűntet) καταργώ (-ήσω)

καταλύω

καταργώ

eltörölték az adókat

καταργήθηκαν οι φόροι

Το ιστορικό σας