ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

elszakad σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
elszakad

(pl. ruha) σχίζεται/σκίζεται (-στεί)

αποσχίζομαι

Το ιστορικό σας