ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

elsődlegesen σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
elsődlegesen

συγκεκριμένα

elsődleges energiafogyasztás

κατανάλωση πρωτογενούς ενέργειας

Το ιστορικό σας