ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

eljut σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
eljut

πηγαίνω (πάω, πήγα) στο σταθμό; (vmeddig) φτάνω (-σω)

még soha nem voltam, de egy nap szeretnék eljutni

δεν έχω πάει, αλλά θα ήθελα να πάω κάποια στιγμή

Το ιστορικό σας