ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

πηγαίνω (πάω, πήγα) στο σταθμό; (vmeddig) φτάνω (-σω) σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
πηγαίνω (πάω, πήγα) στο σταθμό; (vmeddig) φτάνω (-σω)

eljut