ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

elintéz σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
elintéz

διακανονίζω

διασκευάζω

διευθετώ

κανονίζω (–σω), τακτοποιώ (-ήσω)

elintézés

διευθέτηση◼◼◼

Το ιστορικό σας