ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

κανονίζω (-σω), τακτοποιώ (-ήσω) σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
κανονίζω (–σω), τακτοποιώ (-ήσω)

elintéz