ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

eleve σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
eleve

καταρχήν◼◼◼

κατά κύριο λόγο◼◼◻

eleven

ζωντανός

Το ιστορικό σας