ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

elbocsát σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
elbocsát

απόλυση◼◼◼

(állásból) απολύω (-σω)

elbocsátani

να απολύσω

elbocsátás

απόλυση◼◼◼

τέλος◼◻◻

καθαίρεση

elbocsátási időtartam

προθεσμία

Nikoszt elbocsátották a munkahelyéről

Ο Νίκος απολύθηκε από τη δουλειά του

redundáns (elbocsátott)

περιττός

Το ιστορικό σας