Vänligen aktivera javascript för att använda ordbok! Hur aktiverar jag javascript?
απόλυση▼◼◼◼
(állásból) απολύω (-σω)▼
να απολύσω▼
τέλος▼◼◻◻
καθαίρεση▼
προθεσμία▼
Ο Νίκος απολύθηκε από τη δουλειά του▼
περιττός▼
↑