ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

elővásárlás σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
elővásárlás

δικαίωμα προτίμησης◼◼◼

προαγορά

elővásárlási övezet

περιοχή προτιμησιακής αγοράς

Το ιστορικό σας