ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

előfizet σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
előfizet

γράφομαι (-τώ) συνδρομητής

előfizettem az újságra

γράφτηκα συνδρομητής στην εφημερίδα

előfizetés

συνδρομή◼◼◼

előfizető

συνδρομητής◼◼◼

aszimmetrikus digitális előfizetői vonal

ασύμμετρη ψηφιακή συνδρομητική γραμμή

Το ιστορικό σας