Erlaub bitte das Javascript zur Benutzung des Wörterbuches!
γράφομαι (-τώ) συνδρομητής▼
γράφτηκα συνδρομητής στην εφημερίδα▼
συνδρομή▼◼◼◼
συνδρομητής▼◼◼◼
ασύμμετρη ψηφιακή συνδρομητική γραμμή▼
↑