ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

eláll σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
eláll

stop◼◼◼

elállt a szél

ο άνεμος έπεσε

elállt az eső

σταμάτησε να βρέχει

feláll

σηκώνομαι (πάνω/όρθιος) (-θώ)

felállítás

εγκατάσταση◼◼◼

ανέγερση◼◼◻

Το ιστορικό σας