ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

egyszer σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
nem tudok egyszerre két dolgot csinálni

δεν μπορώ να κάνω δύο πράγματα ταυτόχρονα (hirtelen) ξαφνικά

rá jellemző egyszerűséggel

με απλότητα που τον διακρίνει

ugyanazt még egyszer, legyen szíves

μια από τα ίδια παρακαλώ

vegyszerek hatnak

νόμος (νομοθεσία) περί χημικών ουσιών

volt egyszer egy

μια φορά κι έναν καιρό

12

Το ιστορικό σας