ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

egyik σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
egyik

ένας (μία, ένα)◼◼◼

az egyik barátom azt mondta, hogy...

ένας φίλος μου είπε ότι...

az egyik tömésem kiesett

ένα από τα σφραγίσματά μου έχει φύγει

ez volt az egyik legjobb film, amit évek óta láttam

ήταν μια από τις καλύτερες ταινίες που έχω δει εδώ και αιώνες

hegyikerékpár

ποδήλατο βουνού◼◼◼

mindegyik

κάθε◼◼◼

καθένας◼◼◻

έκαστος◼◻◻

mindegyikből egy másolatot szeretnék, kérem

θα ήθελα ένα αντίγραφο από το καθένα, παρακαλώ

minden, mindegyik

έκαστος (ekastos) (s), κάθε (kathe), κάθε ένας (kathe enas), καθένας (kathenas)

Το ιστορικό σας