ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

egyedülálló σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
egyedülálló

μόνος◼◼◼

μοναδικός◼◼◼

ανύπαντρος◼◼◻

(nem házas) άγαμος (-η-ο)

εελεύθερος / ελεύθερη

egyedülálló anyuka

ανύπαντρη μητέρα

egyedülálló apuka

ανύπαντρος γονέας

egyedülálló vagy?

είσαι ελεύθερος/η;

Το ιστορικό σας