ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

ecuador σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
Ecuador

Ισημερινός (χώρα)◼◼◼

Εκουαδόρ◼◻◻

ecuadori

ισημερινός◼◼◼

Το ιστορικό σας