ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

dokumentum σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
dokumentum

έγγραφο◼◼◼

χαρτί◼◻◻

τίτλος◼◻◻

τεκμήριο◼◻◻

ντοκουμέντο

τεκμηριώνω

dokumentumfajta

τύπος εγγράφου

dokumentumfilm

ντοκιμαντέρ◼◼◼

ταινία ενημερωτικού περιεχομένου

dokumentumkölcsönzés

δανεισμός εγγράφων

Dokumentumszerkesztő

Επεξεργαστής εγγράφου

egységes európai közbeszerzési dokumentum

Ευρωπαϊκό Ενιαίο Έγγραφο Προμήθειας◼◼◼

közigazgatási dokumentumokhoz való hozzáférés

πρόσβαση σε διοικητικά έγγραφα

Το ιστορικό σας