ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

dokk σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
dokk

αποβάθρα◼◼◼

ντοκ◼◼◼

szomszédokkal szembeni védelem

προστασία από τους γείτονες