ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

darázs σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
darázs

αγριομέλισσα

βόμβος

η σφήκα

σερσένι

σκούρκος

σφήκα

σφύγκα

darázs

αγριομέλισσα

αγριομέλισσα (ágriomélisa)

βόμβος

βόμβος (vómvos)

σερσένι