ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

dörzsöl σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
dörzsöl

τρίβω (-ψω)

dörzsöl, reszel

τρίβω

bedörzsöl

τρίψιμο◼◼◼

Το ιστορικό σας