ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

τρίψιμο σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
τρίψιμο

bedörzsöl◼◼◼

στρίψιμο

sodrás◼◼◼

csavarás◼◼◻

sodor◼◼◻

fonás◼◻◻

fordulat◼◻◻