ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

dóm σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
dóm

καθεδρικός

καθεδρικός ναός

μητρόπολη

adómentes

αφορολόγητος (-η-ο)

adómentes jövedelem

αφορολόγητο εισόδημα

adómentes vásárlás

αφορολόγητα

adómentesség

φοροαπαλλαγή◼◼◼

Το ιστορικό σας