ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

családi σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
családi

οικογένεια◼◼◼

οικογενειακός◼◼◼

nem akarok beleszólni a családi ügyeitekbe

δεν θέλω να ανακατευτώ στα οικογενειακά σας

Το ιστορικό σας