ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

csúszik σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
csúszik

ολίσθηση◼◼◼

γλιστρώ (-άω, -ήσω)

εκφυλίζομαι

ολισθαίνω

τσουλήθρα

elcsúszik

γλιστρώ (-άω, -ήσω)

Το ιστορικό σας