ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

ολίσθηση σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
ολίσθηση

csúszik◼◼◼

csikó

κατολίσθηση (εδάφους)

földcsuszamlás◼◼◼

κατολίσθηση χιόνων

hógörgeteg