ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

cikkek σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
cikkek

(υλικά) αγαθά/εμπορεύματα/προϊόντα

αγαθά

εμπορεύματα

προϊόντα

ezekre a cikkekre vámot kell fizetnie

θα πρέπει να πληρώσετε φόρους για αυτά τα αντικείμενα

fogyasztási cikkek

καταναλωτικό αγαθό

háztartási cikkek

οικιακό αγαθό (είδος)

nem tartós cikkek

αναλώσιμο (μη διαρκές) αγαθό (εμπόρευμα)

tartós cikkek

διαρκές αγαθό

Το ιστορικό σας