ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

εμπορεύματα σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
εμπορεύματα

cikkek

(υλικά) αγαθά/εμπορεύματα/προϊόντα

cikkek

κανονισμός για (σχετικά με) τα επικίνδυνα εμπορεύματα

veszélyes áruk szabályozása