ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

cement σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
cement

τσιμέντο/(οδοντο)κονία/στόκος/θηραϊκή γη

τσιμεντένιος

cementgyártás

παραγωγή τσιμέντου◼◼◼

cementipar

τσιμεντοβιομηχανία/κλάδος τσιμέντου

azbesztcement

αμιαντοτσιμέντο◼◼◼

Το ιστορικό σας