ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

barátságtalan σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
barátságtalan

εχθρικός

környezetileg "barátságtalan" cég

επιχείρηση μη φιλική για το περιβάλλον

Το ιστορικό σας