ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

bankjegy σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
bankjegy

νόμισμα◼◼◼

συναλλαγματική◼◼◼

τραπεζογραμμάτιο◼◼◻

χαρτονόμισμα◼◻◻

bankjegykiadó automata

ΑΤΜ

αυτόματη ταμειακή μηχανή

tizesekben, legyen szíves (tíz fontos bankjegyek)

σε χαρτονομίσματα των δέκα

tudna néhány kisebb bankjegyet adni?

μπορείτε να μου δώσετε χαρτονομίσματα μικρότερης αξίας ;

Το ιστορικό σας