ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

bani σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
bani

απαγόρευση

nagybani

χονδρική◼◼◼

χονδρικός◼◼◻

nagybani gyümölcs- zöldségtermesztés

παραγωγή φρούτων και λαχανικών για την αγορά

urbanizmus

πολεοδομία◼◼◼

Το ιστορικό σας